Υπάρχει ένα μαγικό κιτ που πουλιέται στο περίπτερο της ζωής: ελαφρύ, φτηνό, με εγγύηση αιώνιας αδιαφορίας. Ονομάζεται «Παρέα με το Θεό» και, προφανώς, έχει στην κορυφή το στάνταρ σύνθημα: «ό,τι κάνω είναι πεπρωμένο». Το βάζεις στον ώμο σαν σακίδιο—έχει χώρο για δικαιολογίες, για ξερόλικο θρησκευτικό σασπένς και για ίσως άδεια συνείδηση….
Και τότε; Τότε όλοι γύρω σου γίνονται μανιακοί με το κιτ τους. Ο ξάδελφος που σου χρωστάει έναν καφέ; «Πεπρωμένο — θα το δώσω, θα το ξεχάσω, θα το θυμηθώ σε άλλη ζωή». Η φίλη που αποφασίζει να πάει στο εξωτερικό χωρίς να μιλήσει μαζί σου; «Ο Θεός ήθελε αλλαγή, ευλογημένο ταξίδι». Ο τύπος από την εργασία που σού τρώει την προαγωγή; «Ήταν το σχέδιο». Όλοι κάνουν αυτό που γουστάρουν και μετά κοιτάζουν ψηλά, κουνάνε το κεφαλάκι και σου προσφέρουν την ιερή έκφραση «δεν ήταν στο χέρι μου».
Αλλά υπ’ όψιν: το κιτ αυτό ΔΕΝ περιέχει: ευγένεια, συνέπεια, έλεος για τα σχέδια των άλλων, ή έστω λίγη ντροπή όταν σπας ό,τι κάποιος χτίζει. Όχι. Είναι πρακτικό, σαν οδηγός «πώς να είσαι ασύδοτος χωρίς ενοχές». Και όσο πιο πολύ το χρησιμοποιούν οι γύρω σου, τόσο πιο γυαλιστερό και χωρίς περιεχόμενο γίνεται το δικό σου σχέδιο.
Ξέρεις το χειρότερο; Το κιτ «Παρέα με το Θεό» έχει και άλλη λειτουργία: σε μετατρέπει σε παθητικό θεατή της δικής σου ζωής. Κάποτε έλεγες «θέλω αυτό — θα το κυνηγήσω». Τώρα λες «ε, θα δούμε τι θα γίνει». Και το «θα δούμε» είναι η πιο καλοσχεδιασμένη δικαιολογία—συμβαίνει να είναι ο πιο φτηνός τρόπος να αποποιηθείς προσπάθεια χωρίς να νιώσεις εσύ κακοτυχία.
Κι όταν έρθει η σειρά σου να πεις «εγώ σχεδίασα», περιμένεις από το σύμπαν λίγη σεβαστική συμπάθεια. Αντ’ αυτού, συναντάς το κοινό: τα κιτ των άλλων. Αυτοί τρέχουν προς το προσωπικό τους όνειρο, θέλω, ζητούμενο κλπ, πατούν επί πτωμάτων (κυριολεκτικά ή μεταφορικά), και μετά προσεύχονται για συγχώρεση — όχι γιατί έκαναν κάτι λάθος, αλλά γιατί αυτό κάνει το κιτ πιο ολοκληρωμένο. Το «προσευχή και προχώρησε» είναι το νέο μοτίβο της κοινωνικής κακοσύνης.
Αν θέλεις αλήθεια, η φράση «κάνεις σχέδια και ο Θεός γελάει» έχει εξελιχθεί σε επιγραφή: δεν γελάει με τη μοίρα· γελάει με την ιερή στάση σε όρια υποκρισίας. Γελάει όταν οι ίδιοι που ξερνούν «προορισμό» και «θεία βούληση» στήνουν γιορτή πάνω στα συντρίμμια των σχεδίων σου. Γι’ αυτό και το γέλιο είναι όχι μόνο θεία ικανοποίηση αλλά και καλή μπίζνα — βλέπεις, η σάτιρα του σύμπαντος πουλιέται πάντα σε premium έκδοση.
Άσε που το κιτ «Παρέα με το Θεό» λειτουργεί και σαν αόρατο ελατήριο για ανθρώπους που θέλουν να αποφύγουν τις συνέπειες: «Ήμουν σε άλλο στάδιο» ή «δεν ήταν κατάλληλη στιγμή» — και ξέρεις τι; Όλοι παπαγαλίζουν τις ίδιες γραμμές, σαν κακόγουστο θεατρικό. Εσύ, που έκανες σχέδια με ιδρώτα και μεράκι, ξαφνικά νιώθεις σαν να είσαι ο μόνος που διάβασε τον οδηγό χρήσης της ζωής — και σκέφτεσαι σοβαρά να βάλεις κι εσύ κιτ. Αλλά όχι. Το κιτ δεν διορθώνει· μετατρέπει.
Και στο τέλος της μέρας, τι μένει; Μερικές λίστες, μερικά post-it, και η πνιγηρή αίσθηση ότι ό,τι φτιάχνεις γύρω σου γίνεται ευάλωτο στις ατομικές επιλογές των άλλων. Όταν οι άλλοι έχουν το κιτ, τα δικά σου «θέλω» γίνονται collateral damage—λάθος ραντεβού, λάθος προτεραιότητα, λάθος στιγμή. Και ενώ εκείνοι θα σηκώνονται και θα λένε «ήταν το θέλημα», εσύ θα μαζεύεις τα κομμάτια, σαν να είσαι ο μόνος που νόμιζε πως τα σχέδια έχουν συνέχεια.
Ίσως η μόνη λύση είναι να σταματήσεις να προγραμματίζεις και να αρχίσεις να φτιάχνεις σχέδια σε αλεξίσφαιρο στυλ: μικρά, ευέλικτα, εύκολα στην αναδιοργάνωση όταν οι άλλοι έρθουν με τα κιτ τους. Ή να μάθεις να γελάς κι εσύ: αλλά όχι με τα σχέδια σου· με την τραγική κωμωδία που λέγεται «άνθρωπος που νομίζει ότι ελέγχει το μέλλον».
Τελικά, κάνεις σχέδια; Ναι — κάν’ τα. Απλά κράτα και ένα εφεδρικό: ένα μικρό, σκληρό, τελείως εγωιστικό «θέλω» που δεν το αγγίζει κανένα κιτ. Και αν κάποιος έρθει με το «Παρέα με το Θεό» και σου πατήσει το όνειρο, απλά κράτα το χαρτί με τα σχέδια σου: θα το χρειαστείς όταν θα θες να θυμηθείς τι ήθελες πραγματικά — πριν το «παρέα με το Θεό» τα έκανε κομμάτια και σε σκότωσε για ακόμα μία φορά…