Η ζωή. Αυτό το αριστούργημα ειρωνείας που πλασάρεται σαν δώρο κι είναι τελικά δάνειο με τοκογλυφικά επιτόκια.
Ξυπνάς το πρωί (αν κοιμήθηκες), ανοίγεις τα μάτια και το πρώτο πράγμα που σκέφτεσαι δεν είναι «τι ωραία μέρα!» αλλά «τι οφείλω σήμερα;». Και το λένε κανονικότητα.
Στην πορεία προσπαθείς να θυμηθείς πως υπάρχουν και κάτι άλλο πέρα από τα έξοδα και το άγχος: άνθρωποι. Οικογένεια, φίλοι, έρωτας, παιδιά. Λέξεις που μοιάζουν με ποιητική συλλογή ξεχασμένη στο ράφι.
Πώς να γίνεις δοτικός όταν έχεις μάθει να γαντζώνεσαι από το λίγο που έχεις; Πώς να αφεθείς όταν το μόνο που εμπιστεύεσαι πια είναι το χειρόφρενο; Ανιδιοτέλεια; Μάλλον νέο άρωμα, δεν το ‘χουμε δοκιμάσει.
Και να πεις δεν προσπαθούμε… Θέλουμε να είμαστε καλοί άνθρωποι – αλλά η ζωή, σαν μεγάλο τρολ, γελάει. Σου κλείνει το μάτι και μετά σε πετάει σε μια μέρα γεμάτη τοξικότητα: δουλειά, υποχρεώσεις, αγωνία για το αύριο. Κι όλα αυτά τα σκάμε στους ανθρώπους γύρω. Όχι γιατί είμαστε κακοί – αλλά γιατί είμαστε διαλυμένοι.
Κάποτε, το να δώσεις τον εαυτό σου σε άλλον ήταν μαγκιά. Τώρα είναι ρίσκο, πολυτέλεια ή και καθαρή τρέλα. Η καθημερινότητα σου ρουφάει ό,τι μαλακό είχες μέσα σου, κι αν μείνει κάτι, το κρατάς φυλαγμένο, μην το πάρουν κι αυτό.
Ζούμε προσποιούμενοι πως όλα πάνε καλά, ενώ μέσα μας ξέρουμε ότι δεν πάει τίποτα καλά. Γερνάμε συνάμα,,,
Όταν έρθει η ώρα να δείξεις λίγη τρυφερότητα, δεν θυμάσαι πώς γίνεται. Γιατί το να σταματήσεις να κοιτάς τον εαυτό σου, θέλει δύναμη που δεν σου περίσσεψε ποτέ…
Αλλά ξέρεις κάτι; Εμείς οι άνθρωποι έχουμε ένα κουσούρι: ακόμα κι όταν δεν μένει τίποτα, κρατάμε λίγο σαρκασμό για να γελάσουμε με τα χάλια μας. Και καμιά φορά, από σπόντα, περισσεύει και λίγη αγάπη.
Έτσι, για να μην πει η ζωή ότι κέρδισε τελείως.