Αχ, Κυριακή. Η ιερή ημέρα της ανάπαυσης. Ξυπνάς λίγο πιο αργά, ανοίγεις το παράθυρο και σου έρχεται κατάμουτρα το πρώτο καλοκαιρινό κύμα. Όχι, δεν είναι θαλασσινή αύρα. Είναι το υπέροχο μπουκέτο από οργανική αποσύνθεση, αναδυόμενο από κάδους που έχουν πια αποκτήσει τη δική τους βιοποικιλότητα.
Πιάνεις λοιπόν φαμίλια, φίλους, το σκυλί, το καρότσι, το κουράγιο σου, και βγαίνεις για “βόλτα στη γειτονιά”. Βάζεις τα γυαλιά ηλίου – όχι για τον ήλιο, αλλά για να μη βλέπεις τα πεζοδρόμια που έχουν μετατραπεί σε survivor obstacle course. Πλακάκια σπασμένα, ρίζες δέντρων που έχουν εξελιχθεί σε τεράστια tentacles τρόμου, γωνίες με “διακοσμητικά” στρώματα, τουαλέτες και κομμένα έπιπλα που απλώς δεν είχαν θέση αλλού.
Στρίβεις στη γωνία με το παιδί στο καρότσι και αντικρίζεις έναν κάδο… όχι έναν απλό κάδο. Έναν ζωντανό οργανισμό. Ένα ηφαίστειο σκουπιδιών που ξεχειλίζει μεγαλείο. Κουτιά πίτσας (από το περασμένο Σάββατο), καρέκλες που εγκαταλείφθηκαν από φοιτητές που πήραν πτυχίο, μπάζα από άγνωστα έργα που προφανώς κάποιος θεός του DIY αποφάσισε να εγκαταλείψει στο κοινό.
Και όλα αυτά, μέσα σε ένα ευωδιαστό νέφος δυσοσμίας που θα έκανε τον Ζολά να ξαναγράψει τη “Γη” του, αλλά αυτή τη φορά να τη βαφτίσει “Κάδος”.
Οι δρόμοι; Σαν παζλ που δεν κουμπώνει. Μπορείς άνετα να παίξεις το παιχνίδι “πόσες διαφορετικές ασφαλτοστρώσεις χωράνε σε ένα τετραγωνικό”, ενώ προσπαθείς να αποφύγεις τις λακκούβες-παγίδες. Ειδικά αν έχει βρέξει το Σάββατο, το πρωί της Κυριακής είναι σαν να παίζεις σε πίστα από το Mario Kart με level στο Chernobyl.
Ανάμεσα στα απομεινάρια αστικού πολιτισμού, ξεπροβάλλουν και οι θρυλικές πινακίδες. Μισολιωμένες, γραμμένες με μαρκαδόρο, κρεμασμένες από κολώνες που έχουν ξεχαστεί από τον χρόνο και τον ΟΤΕ. Ένας πραγματικός φόρος τιμής στη νιχιλιστική αισθητική της εγκατάλειψης.
Μέσα σε όλο αυτό το ντεκόρ του Αποκαλυπτικού Ζωγράφου, προσπαθείς να περάσεις “μια όμορφη μέρα”. Και το πιο ειρωνικό; Δεν είσαι μόνος. Είναι κι άλλοι εκεί. Κι όλοι κάνουν ότι δεν μυρίζει, δεν βλέπουν, δεν γλιστράνε, δεν θυμώνουν. Ίσως επειδή έχουν συμφιλιωθεί με το αναπόφευκτο. Ίσως επειδή τους είπαν ότι “έτσι είναι στις πόλεις”. Ίσως επειδή… δεν έχουν εναλλακτική.
Άραγε, πόσες Κυριακές χρειάζεται ο Ζωγραφιώτης για να σταματήσει να λέει “δεν πειράζει”;
Spoiler: περισσότερες απ’ όσες κάδοι υπάρχουν.