Βγαίνεις έξω και τους βλέπεις. Ή μάλλον, τους νιώθεις. Μια αύρα πίεσης που πλανιέται παντού, σα ληγμένο αποσμητικό στριμωγμένου λεωφορείου στις 8 το πρωί. Βλέμματα χαμένα, σαγόνια σφιγμένα, βήμα γρήγορο και νευρικό, σα να τους κυνηγάει κάτι – και πράγματι τους κυνηγάει: το ενοίκιο, ο μισθός της πείνας, η δουλειά-λάστιχο, τα deadlines, η ΔΕΗ, ο ΕΦΚΑ, και βασικά… η ίδια η καθημερινότητα.
Η Αθήνα έχει γίνει κάτι σαν reality επιβίωσης χωρίς κανένα έπαθλο. Κανείς δεν γελάει πια στ’ αλήθεια. Ένα στραβό βλέμμα αρκεί για να ξεκινήσει καβγάς – και όχι απλώς «φιλοσοφικός διάλογος», αλλά κανονικό social UFC με πρωινό φραπέ και νεύρα στα κόκκινα. Οδηγοί που κορνάρουν προληπτικά, λες και παίζουν πιάνο. Πεζοί που περνάνε τον δρόμο σα να κάνουν rage quit από τη ζωή. Κουβέντες κοφτές, εκφράσεις παγωμένες. Επικοινωνία: failed.
Και μετά είναι και εκείνοι. Οι «χαμογελαστοί». Όχι επειδή έχουν λόγο, αλλά επειδή κάπου τους είπαν ότι έτσι πρέπει να δείχνεις επαγγελματίας, φιλικός, well-adjusted. Χαμόγελα καρφωμένα με πρόκες. Όχι ευγένεια – συνήθεια. Ψεύτικα, επαναλαμβανόμενα, robot mode. «Καλημέρα σας, τι κάνετε;» – αλλά από μέσα: «αν με ξαναρωτήσεις, θα παραιτηθώ εδώ και τώρα».
Κάπου εδώ να κάνουμε μια στάση για ένα μικρό ψυχολογικό σχόλιο:
Όταν βλέπεις τους ανθρώπους να είναι μόνιμα στην τσίτα, έτοιμοι να τσακωθούν για τη θέση στο μετρό ή να βάλουν τις φωνές επειδή κάποιος έκανε 3 δευτερόλεπτα να ξεκινήσει στο φανάρι, δεν χρειάζεται να έχεις πτυχίο ψυχολογίας για να καταλάβεις τι συμβαίνει. Ο κόσμος δεν έχει απλά στρες. Ο κόσμος βράζει. Είναι μια κοινωνία σε χρόνια κρίση – όχι μόνο οικονομική, αλλά και νευρική. Ένα τεράστιο μαζικό burn-out με πόδια, που προσπαθεί να μοιάζει «εντάξει» για να μη διαλυθεί οριστικά.
Και ξέρεις τι λένε: Όταν ο εγκέφαλος πιέζεται συνεχώς και δεν έχει τρόπο εκτόνωσης, το σώμα απαντάει. Με νεύρα. Με καυγάδες. Με αϋπνίες. Με ψευτοευγένειες που μυρίζουν καταπιεσμένη οργή.
Η καθημερινότητα στην Αθήνα δεν έχει πια πρόσωπο. Είναι μια αποστειρωμένη ρουτίνα με στρες, φωνές, παθητική επιθετικότητα και τυποποιημένες αντιδράσεις. Σαν να βγήκε η ζωή μας σε auto pilot, αλλά κάποιος χάκαρε το σύστημα και τώρα πάει καρφί για τοίχο. Και εμείς απλά φοράμε ζώνη ασφαλείας και λέμε «δε βαριέσαι, κι αύριο μέρα είναι».
Αλλά… για πόσο ακόμα;
Και τώρα; Τι;
Θα συνεχίσουμε να ζούμε έτσι; Με μάτια καρφωμένα στο πάτωμα και φωνή χαμηλωμένη για να μη “φανούμε περίεργοι”; Να περνάμε ο ένας δίπλα από τον άλλον λες και είμαστε αόρατοι σε μια πόλη-παιχνίδι που έχει χαλάσει.
Να το πούμε καθαρά: “Συγγνώμη που δεν νιώθω τίποτα, είμαι απασχολημένος με το να επιβιώνω”.
Ίσως την επόμενη φορά που κάποιος σε κοιτάξει μισοχαμογελώντας, να μην του ρίξεις το βλέμμα “τι θες ρε φίλε”. Ίσως να πεις ένα “καλημέρα” που να μην ακούγεται σαν παθητική απειλή. Ίσως να δεις ότι κι ο απέναντι κουβαλάει ό,τι κουβαλάς κι εσύ – και ίσως, λέω ίσως, αυτό να αρκεί για να μη σαλτάρουμε τελείως.
Μέχρι τότε; Καλή τύχη. Και γερά νεύρα.