Καθόμαστε λοιπόν γύρω από το τραπέζι, παρέα φίλων (τρομάρα μας) και ξεκινάει η αγαπημένη εθνική μας άσκηση: η ανούσια κριτική. Ένας θεσμός παλιός όσο και η ελληνική τηλεόραση. Αν δεν ρίξουμε δόσεις δηλητηρίου στον διπλανό μας, πώς θα χωνέψουμε την καφετέρια;
Το πιο αστείο; Όλη αυτή η «κριτική» φοράει τη μάσκα της… καλής πρόθεσης. Ξέρεις, «για το καλό σου τα λέω». Μόνο που πίσω από το «καλό σου» κρύβεται μια χορταστική δόση κακίας, ζήλιας και κυρίως… βαρεμάρας. Γιατί κάπως πρέπει να γεμίσει η μέρα.
Βλέπεις, αντί να ψάξουμε λίγη κατανόηση, να πούμε κάνα «μπράβο ρε φίλε, χαίρομαι για σένα», προτιμάμε να πούμε:
– «Καλά, τώρα σοβαρά σκέφτηκες να το φορέσεις αυτό;»
– «Αυτό το project που ανέβασες… ε, εντάξει, μέτριο.»
– «Τι να σου πω… εγώ δεν θα το έκανα έτσι πάντως.»
Γιατί να ενισχύσουμε τον άλλο όταν μπορούμε να του τραβήξουμε το χαλί; Πιο διασκεδαστικό. Πιο… ελληνικό.
Κι εκεί που νομίζεις ότι θα υπάρξει διάλογος, καταλήγουμε σε μνημόσυνο αποδοκιμασίας. Ένας κύκλος από «άσ’ το, δεν είναι τίποτα σπουδαίο», «ε, σιγά τώρα», «αυτός νομίζει ότι είναι κάποιος». Και κάπως έτσι το χιούμορ γίνεται ειρωνεία, η συζήτηση κουτσομπολιό και η κριτική… δηλητήριο με ζάχαρη άχνη.
Και το πιο θλιβερό; Όλα αυτά ξεκινούν, λέει, από εσωτερική ανάγκη. Ανάγκη… να προσφέρουμε «χτίζοντας» τον άλλον; Όχι βέβαια. Ανάγκη να αισθανθούμε λίγο καλύτερα, βλέποντας κάποιον να ψαλιδίζεται μπροστά μας.
Κι ενώ λέμε «έλα μωρέ, χιούμορ κάνουμε», αυτό μόνο χιούμορ δεν είναι. Κακός έχει περάσει έτσι στην κοινωνία: να γελάς με τον άλλον, με τα χαρακτηριστικά του, με τις επιλογές του. Έλεος. Η πηγή γι’ αυτό; Πέρα από τα παιδικά μας χρόνια και τη γονεϊκή επιρροή, είναι κι εκείνος ο κομπλεξισμός που κουβαλάει ο καθένας μέσα του. Η ανάγκη να βγεις από πάνω, έστω κι αν χρειαστεί να πατήσεις στο κεφάλι του άλλου.
Στο τέλος της ημέρας, κανείς δεν είναι καλύτερος, κανείς δεν είναι πιο ευτυχισμένος. Μένουμε μόνο με το τοξικό βλέμμα του ενός προς τον άλλον, την ανάγκη για το επόμενο «θάψιμο» και την ψευδαίσθηση ότι κάναμε κάτι σημαντικό.
Και η λύση; Μία και απλή: ΑΠΟΔΟΧΗ. Αν δεν μπορείς να αποδεχθείς τον άλλον όπως είναι, με ό,τι επιλέξει να κάνει για να εκφραστεί και να υπάρξει, τότε καλύτερα να απομακρυνθείτε για το κοινό καλό. Διότι φίλοι δεν είστε – απλά βολεύεστε στην ιδέα.